ἁλίσκονται

ἁλίσκονται
ἁλίσκομαι
to be taken
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • πολυάγκιστρος — η, ο / πολυάγκιστρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά άγκιστρα 2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάγκιστρο(ν) αλιευτικό όργανο που έχει πολλά αγκίστρια για ψάρια επιφάνειας («ἁλίσκονται δέ... πολυαγκίστροις ἐν ῥοώδεσι καὶ βαθέσι τόποις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”